καλός

καλός
καλός, ή, όν (Hom.+; pert. to meeting high standards or expectations of appearance, kind, or quality) superl. κάλλιστος, η, ον (Diod S 5, 13, 1; JosAs 14:17 cod. A; ApcSed 11:4 p. 134, 14 Ja. καλλίστατε; Jos., Ant. 16, 142; Just., D. 20, 3; Tat. 28, 1).
pert. to being attractive in outward appearance, beautiful, handsome, fine in outward appearance λίθοι κ. beautiful stones Lk 21:5. Of pers. (Lucian, Tim. 16, Dial. Mort. 1, 3) Hv 3, 13, 1; Hs 9, 3, 1.
pert. to being in accordance at a high level w. the purpose of someth. or someone, good, useful.
of things τόπον καλὸν ἀνακεχωρηκότα a beautiful remote place Hv 3, 1, 3; in the phys. sense free from defects, fine, precious opp. σαπρός (PLond II, 356, 4ff p. 252 [I A.D.]; TestJob 7:5 ἄρτον [opp. κεκαιμένον]) of fish Mt 13:48; superl. τὰ κάλλιστα the especially good ones vs. 48 D. Of a tree and its fruit 12:33; Lk 6:43. Opp. πονηρός of fruits Mt 7:17ff. Otherw. of fruits (Menand., Mon. 303 Mei. [402 J.] καρπός) 3:10; Lk 3:9; Hs 2, 4. ἀμπελῶνες m 10, 1, 5. τράγοι B 7:6, 10. γῆ good soil Mt 13:8, 23; Mk 4:8, 20; Lk 8:15. σπέρμα Mt 13:24, 27, 37f. οἶνος J 2:10ab; Hm 12, 5, 3. μαργαρῖται fine pearls Mt 13:45. Subst. (Epict. 1, 12, 12 καλόν τι ἐλευθερία ἐστί) καλὸν τὸ ἅλας salt is a good thing Mk 9:50; Lk 14:34. ἔργον something useful Hs 5, 2, 7.—Superl. of Polycarp’s writings συγγράμματα κάλλιστα most excellent writings EpilMosq 2.
of moral quality (opp. αἰσχρός IAndrosIsis, Kyme 32) good, noble, praiseworthy, contributing to salvation etc. ἔργον καλόν, ἔργα καλά (Hippocr., Ep. 27, 30; Athen. 1, 15 p. 8f ἐν τοῖς καλοῖς ἔργοις; SibOr 3, 220) Mt 5:16; 26:10; Mk 14:6; J 10:32f; 1 Ti 5:10, 25; 6:18; Tit 2:7, 14; 3:8ab, 14; Hb 10:24; 1 Pt 2:12; 2 Pt 1:10 v.l.; 2 Cl 12:4. λόγια τοῦ θεοῦ 2 Cl 13:3. καλόν: ἐν καλῷ Gal 4:18b; cp. Pol 6:3. (Opp. κακόν) διάκρισις καλοῦ τε καὶ κακοῦ Hb 5:14 (Sext. Emp., Pyrrh. 3, 168 διάκρισις τῶν τε καλῶν κ. κακῶν). (τὸ) κ. (opp. κακ.) ποιεῖν (2 Ch 14:1; 31:20) Ro 7:21; 2 Cor 13:7. Without the contrast w. κακ. Gal 6:9; Js 4:17; 1 Cl 8:4 (Is 1:17); Dg 4:3. κατεργάζεσθαι Ro 7:18. ἐργάζεσθαι B 21:2. καλὰ προνοεῖσθαι ἐνώπιόν τινος (Pr 3:4) Ro 12:17; sim. 2 Cor 8:21.—ἀναστροφή (cp. 2 Macc 6:23) Js 3:13; 1 Pt 2:12. συνείδησις Hb 13:18 (cp. PRein 52, 5 οὐ καλῷ συνειδότι χρώμενοι); φόβος 1 Cl 21:8; νουθέτησις 56:2; νηστεία Hs 5, 3, 5; μαρτυρία κ.a good reputation 1 Ti 3:7. ἐν καρδίᾳ καλῇ κ. ἀγαθῇ in a noble and good heart Lk 8:15 (w. ἀγ., as freq. in Gr-Rom. wr. to characterize exceptional citizens [s. καλοκἀγαθία], also Jos., Ant. 4, 67; 10, 188 al.; Just., A II, 2, 7 al.). Of the law morally unobjectionable (Maximus Tyr. 20, 9a) Ro 7:16; cp. 1 Ti 1:8. ἐντολαί Hm 12, 3, 4; Hs 6, 1, 1f. οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν 1 Cor 5:6. τοῦτο καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τ. θεοῦ 1 Ti 2:3; 5:4 v.l.; cp. 1 Cl 7:3; 21:1; 60:2; 61:2; Pol 6:1 (Pr 3:4). πολυτέλεια καλὴ καὶ ἱλαρά Hs 1, 10. λειτουργία 5, 3, 8. Superl.: of martyrs ὑπόδειγμα κάλλιστον finest example 1 Cl 6:1.
in any respect unobjectionable, blameless, excellent.
α. of pers. κύριος B 7:1; cp. 19:11 (καλό of God: Celsus 4, 14). μαθητής IPol 2:1. ἱερεῖς IPhld 9:1. διάκονος Χριστοῦ Ἰ. 1 Ti 4:6a. οἰκονόμος 1 Pt 4:10. στρατιώτης Χρ. Ἰ. 2 Ti 2:3. ποιμήν J 10:11ab, 14. ἀνταποδότης D 4:7.
β. of things μέτρον good, full measure Lk 6:38. θεμέλιος 1 Ti 6:19. βαθμός 3:13. ἔργον someth. helpful, beneficial 3:1. διδασκαλία 4:6b. παραθήκη 2 Ti 1:14. ὁμολογία 1 Ti 6:12b, 13. ἀγών 6:12a; 2 Ti 4:7. στρατεία 1 Ti 1:18. κτίσμα (3 Macc 5:11) 4:4. πλάσμα B 6:12. σκεῦος 21:8. βάπτισμα ApcPt Rainer 4. καλὸν θεοῦ ῥῆμα (cp. Josh 21:45; 23:15; Zech 1:13) Hb 6:5. τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφʼ ὑμᾶς Js 2:7 (in a Pompeian graffito [Dssm., LO 237; LAE 277] a lover speaks of the καλὸν ὄνομα of his beloved). οὐδὲν φαινόμενον καλόν (ἐστιν) IRo 3:3. πάντα ὁμοῦ κ. ἐστιν IPhld 9:2. τὸ καλόν what passes the test 1 Th 5:21.
The term καλόν (ἐστιν) in the gener. sense it is good qualifies items that fit under one of the preceding clasifications (Pr 17:26.—כָּלָן=καλόν loanw. in rabb.).
α. it is pleasant, desirable, advantageous (Jos., Bell. 4, 163) Mt 17:4; 18:8f; Mk 9:5; Lk 9:33.—1 Cor 7:26a.
β. it is morally good, pleasing to God, contributing to salvation 1 Cor 7:1 (cp. Gen 2:18), 8, 26b; Hb 13:9.—οὐ καλόν Mt 15:26; Mk 7:27.
γ. καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον it is better for him Mk 9:42; cp. 1 Cor 9:15. καλόν (σοί) ἐστιν … ἤ it is a(n) (greater) advantage (for you) … , than (cp. Jon 4:3; ApcEsdr 1:6 p. 24, 13) Mt 18:8f; Mk 9:43, 45, 47 (s. B-D-F §190, 2). καλὸν ἦν αὐτῷ it would have been better for him Mt 26:24; Mk 14:21 v.l. (B-D-F §358, 1; 360, 1). Without copula Mk 14:21; 1 Cl 51:3; IRo 6:1; 2 Cl 16:4.—That which is good or better is added in the inf., which forms the subject of καλόν ἐστιν (Appian, Bell. Civ. 3, 13 §46 καλὸν εἴη τινὶ θνῄσκειν; Polyaenus 8, 9, 2; Jos., Bell. 1, 650; 4, 163) Mt 15:26; 18:8f; Mk 7:27; Gal 4:18a; Hm 6, 2, 9; also the articular inf. (Menand., Monost. 283; 291 [396; 410 J.] καλὸν τὸ θνῄσκειν al.). κ. τὸ μὴ φαγεῖν κρέα Ro 14:21; 1 Cor 7:26b; IEph 15:1; IRo 2:2; Pol 5:3; MPol 11:1; w. acc. and inf. ἡμᾶς ὧδε εἶναι Mt 17:4; Mk 9:5; Lk 9:33; cp. Mk 9:43, 45, 47; B 21:1; with εἰ (ApcSed 4:2) Mt 26:24 (1Cl 46:8); Mk 9:42; 14:21; with ἐάν 1 Cor 7:8. S. B-D-F §409, 3; KBeyer, Semitische Syntax im NT ’62, 76–78.—B. 1176; 1191. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλός — beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… …   Wikipédia en Français

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”